- συλλοχία
- συλλοχ-ία, ἡ,A place where soldiers were collected into λόχοι, metaph., κατὰ τὰς ς. Hp.Oct.12 (expld. by ἀθροίσματα by Gal.19.143).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συλλοχία — ἡ, Α 1. άθροισμα στρατιωτών, συντεταγμένων σε αλλεπάλληλους λόχους 2. διαχωρισμός τών στρατιωτών κατά λόχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λόχος + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
συλλοχίας — συλλοχίᾱς , συλλοχία place where soldiers were collected into fem acc pl συλλοχίᾱς , συλλοχία place where soldiers were collected into fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)